Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύγκαμμα
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρβαλώσας
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
συγκαταγαπάω
συγκαταγήρασις
συγκαταγηράσκω
συγκαταγιγνώσκω
συγκατάγνυμι
View word page
σύγκασις
σύγκᾰσις, εως, ,= foreg.,
A). κούρα E. Alc. 410 (lyr.).


ShortDef

an own sister

Debugging

Headword:
σύγκασις
Headword (normalized):
σύγκασις
Headword (normalized/stripped):
συγκασις
IDX:
97604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97605
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύγκᾰσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= foreg., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">κούρα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg002.perseus-grc1:410" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg002.perseus-grc1:410/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Alc.</span> 410 </a> (lyr.).</div> </div><br><br>'}