Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαλύπτω
σύγκαμμα
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρβαλώσας
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
συγκαταγαπάω
συγκαταγήρασις
συγκαταγηράσκω
συγκαταγιγνώσκω
View word page
συγκασιγνήτη
συγκᾰσιγνήτη, ,
A). own sister, E. IT 800 .


ShortDef

an own sister

Debugging

Headword:
συγκασιγνήτη
Headword (normalized):
συγκασιγνήτη
Headword (normalized/stripped):
συγκασιγνητη
IDX:
97603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97604
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκᾰσιγνήτη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">own sister</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg013.perseus-grc1:800" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg013.perseus-grc1:800/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">IT</span> 800 </a>.</div> </div><br><br>'}