Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
σύγκαμμα
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρβαλώσας
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
συγκαταγαπάω
View word page
συγκανηφορέω
συγκᾰνηφορέω,
A). help as κανηφόρος, v.l. in Scol. 22 , as cited by Eust. 1574.20 .


ShortDef

help as κανηφόρος

Debugging

Headword:
συγκανηφορέω
Headword (normalized):
συγκανηφορέω
Headword (normalized/stripped):
συγκανηφορεω
IDX:
97600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97601
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκᾰνηφορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">help as</span> <span class="foreign greek">κανηφόρος</span>, v.l. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Scol.</span> 22 </span>, as cited by <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1574:20" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1574.20/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1574.20 </a>.</div> </div><br><br>'}