Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
σύγκαμμα
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρβαλώσας
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
View word page
συγκαμπτός
συγ-καμπτός, , όν,
A). flexed, Arist. IA 709b7 .


ShortDef

flexed

Debugging

Headword:
συγκαμπτός
Headword (normalized):
συγκαμπτός
Headword (normalized/stripped):
συγκαμπτος
IDX:
97597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97598
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγ-καμπτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">flexed</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg015:709b:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg015:709b.7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arist.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">IA</span> 709b7 </a>.</div> </div><br><br>'}