Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκακόω
συγκακύνω
συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
σύγκαμμα
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρβαλώσας
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
View word page
σύγκαμμα
σύγκαμμα, ατος, τό, dat. pl. συγκάμμασι (-κλάσμασι cod.),
A). gloss on λυγίς μασι , Hsch. (fr. συγκάμπτω).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σύγκαμμα
Headword (normalized):
σύγκαμμα
Headword (normalized/stripped):
συγκαμμα
IDX:
97594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97595
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σύγκαμμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, dat. pl. <span class="foreign greek">συγκάμμασι </span>(<span class="foreign greek">-κλάσμασι</span> cod.), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">λυγίς μασι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fr. <span class="foreign greek">συγκάμπτω</span>).</div> </div><br><br>'}