Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκακύνω
συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
σύγκαμμα
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
σύγκαμψις
συγκανηφορέω
συγκαρβαλώσας
συγκαρκινόομαι
View word page
συγκαλυπτός
συγ-κᾰλυπτός, , όν,
A). wrapped up, κνίσῃ κῶλα ς. ib. 496 .


ShortDef

wrapped up

Debugging

Headword:
συγκαλυπτός
Headword (normalized):
συγκαλυπτός
Headword (normalized/stripped):
συγκαλυπτος
IDX:
97592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97593
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγ-κᾰλυπτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wrapped up</span>, <span class="foreign greek">κνίσῃ κῶλα ς</span>. ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg003.perseus-grc1:496" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg003.perseus-grc1:496/canonical-url/"> 496 </a>.</div> </div><br><br>'}