Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαθυφαίνω
σύγκαιρος
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκακύνω
συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
σύγκαμμα
συγκάμνω
συγκαμπή
συγκαμπτός
συγκάμπτω
View word page
συγκαλλύνω
συγκαλλύνω,
A). sweep up together, Arist. Pr. 936b27 .


ShortDef

sweep up together

Debugging

Headword:
συγκαλλύνω
Headword (normalized):
συγκαλλύνω
Headword (normalized/stripped):
συγκαλλυνω
IDX:
97588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97589
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκαλλύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sweep up together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg036:936b:27" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg036:936b.27/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arist.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 936b27 </a>.</div> </div><br><br>'}