Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθοράω
συγκαθορμίζομαι
συγκαθοσιόω
συγκαθυφαίνω
σύγκαιρος
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκακύνω
συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
συγκαλυπτός
συγκαλύπτω
View word page
συγκακουχέομαι
συγκᾰκ-ουχέομαι, Pass.,
A). endure adversity with, τῷ λαῷ Ep.Hebr. 11.25 .


ShortDef

to endure adversity with

Debugging

Headword:
συγκακουχέομαι
Headword (normalized):
συγκακουχέομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκακουχεομαι
IDX:
97583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97584
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκᾰκ-ουχέομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">endure adversity with</span>, <span class="quote greek">τῷ λαῷ</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg019.perseus-grc1:11:25" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg019.perseus-grc1:11.25/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ep.Hebr.</span> 11.25 </a> .</div> </div><br><br>'}