Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθοράω
συγκαθορμίζομαι
συγκαθοσιόω
συγκαθυφαίνω
σύγκαιρος
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκακύνω
συγκαλέω
συγκαλινδέομαι
συγκαλλύνω
συγκάλυμμα
συγκαλυμμός
συγκαλυπτέος
View word page
συγκακοπαθέω
συγκᾰκοπᾰθέω,
A). partake in sufferings, 2 Ep.Ti. 1.8 .


ShortDef

to partake in sufferings

Debugging

Headword:
συγκακοπαθέω
Headword (normalized):
συγκακοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
συγκακοπαθεω
IDX:
97581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97582
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκᾰκοπᾰθέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">partake in sufferings</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg016.perseus-grc1:1:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg016.perseus-grc1:1.8/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">2 Ep.Ti.</span> 1.8 </a>.</div> </div><br><br>'}