Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαθεύδησις
συγκαθεύδω
συγκαθέψω
συγκάθημαι
συγκαθιδρύω
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθοράω
συγκαθορμίζομαι
συγκαθοσιόω
συγκαθυφαίνω
σύγκαιρος
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκακύνω
συγκαλέω
View word page
συγκαθορμίζομαι
συγκαθ-ορμίζομαι, Pass.,
A). to be at anchor along with one, Plb. 5.95.3 .


ShortDef

to be at anchor along with

Debugging

Headword:
συγκαθορμίζομαι
Headword (normalized):
συγκαθορμίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκαθορμιζομαι
IDX:
97576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97577
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκαθ-ορμίζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be at anchor along with</span> one, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:5:95:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:5:95:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plb.</span> 5.95.3 </a>.</div> </div><br><br>'}