Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαθέλκω
συγκαθεύδησις
συγκαθεύδω
συγκαθέψω
συγκάθημαι
συγκαθιδρύω
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθοράω
συγκαθορμίζομαι
συγκαθοσιόω
συγκαθυφαίνω
σύγκαιρος
συγκαίω
συγκακοπαθέω
συγκακουργέω
συγκακουχέομαι
συγκακόω
συγκακύνω
View word page
συγκαθοράω
συγκαθ-οράω,
A). see at once or together, συγκατοφθήσεται αὐτῷ ὁ λόγος Gal. 11.553 .


ShortDef

see at once

Debugging

Headword:
συγκαθοράω
Headword (normalized):
συγκαθοράω
Headword (normalized/stripped):
συγκαθοραω
IDX:
97575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97576
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκαθ-οράω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">see at once</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">together</span>, <span class="quote greek">συγκατοφθήσεται αὐτῷ ὁ λόγος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 11.553 </span> .</div> </div><br><br>'}