Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαίρω
συγκαθαρεύω
συγκαθαρμόζω
συγκάθεδρος
συγκαθέζομαι
συγκαθείμαρμαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδησις
συγκαθεύδω
συγκαθέψω
συγκάθημαι
συγκαθιδρύω
συγκαθιερόω
συγκαθίζω
συγκαθίημι
συγκαθίστημι
συγκαθοράω
συγκαθορμίζομαι
View word page
συγκαθεύδησις
συγκαθ-εύδησις, εως, ,
A). sexual intercourse, Sch.D Od. 23.346 .


ShortDef

sexual intercourse

Debugging

Headword:
συγκαθεύδησις
Headword (normalized):
συγκαθεύδησις
Headword (normalized/stripped):
συγκαθευδησις
IDX:
97566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97567
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκαθ-εύδησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sexual intercourse</span>, Sch.D<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:23:346" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:23.346/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 23.346 </a>.</div> </div><br><br>'}