Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμνασία
συγγυμναστής
συγγυμνόομαι
συγγυναικονόμος
συγγώνιον
σύγε
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαίρω
συγκαθαρεύω
συγκαθαρμόζω
συγκάθεδρος
συγκαθέζομαι
συγκαθείμαρμαι
συγκαθείργω
συγκαθέλκω
συγκαθεύδησις
συγκαθεύδω
συγκαθέψω
View word page
συγκαθαίρω
συγκαθαίρω,
A). purify together, at the same time, in Pass., Ph. 1.647 .


ShortDef

purify together, at the same time

Debugging

Headword:
συγκαθαίρω
Headword (normalized):
συγκαθαίρω
Headword (normalized/stripped):
συγκαθαιρω
IDX:
97558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97559
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκαθαίρω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">purify together, at the same time</span>, in Pass., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:647" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.647/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.647 </a>.</div> </div><br><br>'}