Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγγράφιον
συγγραφοδιαθήκη
σύγγραφος
συγγραφοφύλαξ
συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμνασία
συγγυμναστής
συγγυμνόομαι
συγγυναικονόμος
συγγώνιον
σύγε
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαίρω
συγκαθαρεύω
συγκαθαρμόζω
συγκάθεδρος
συγκαθέζομαι
συγκαθείμαρμαι
συγκαθείργω
View word page
συγγώνιον
συγγώνιον, τό, dub. sens., perh.
A). corner-room, BCH 54.98 (Delos, ii B.C., pl.).


ShortDef

corner-room

Debugging

Headword:
συγγώνιον
Headword (normalized):
συγγώνιον
Headword (normalized/stripped):
συγγωνιον
IDX:
97554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97555
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγγώνιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, dub. sens., perh. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">corner-room</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 54.98 </span> (Delos, ii B.C., pl.).</div> </div><br><br>'}