Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγγραφικός
συγγράφιον
συγγραφοδιαθήκη
σύγγραφος
συγγραφοφύλαξ
συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμνασία
συγγυμναστής
συγγυμνόομαι
συγγυναικονόμος
συγγώνιον
σύγε
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαίρω
συγκαθαρεύω
συγκαθαρμόζω
συγκάθεδρος
συγκαθέζομαι
συγκαθείμαρμαι
View word page
συγγυναικονόμος
συγγῠναικονόμος, ,
A). fellow-γυναικονόμος, BSA 27.226 (Sparta, ii A.D.).


ShortDef

fellow

Debugging

Headword:
συγγυναικονόμος
Headword (normalized):
συγγυναικονόμος
Headword (normalized/stripped):
συγγυναικονομος
IDX:
97553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97554
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγγῠναικονόμος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow</span>-<span class="foreign greek">γυναικονόμος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BSA</span> 27.226 </span> (Sparta, ii A.D.).</div> </div><br><br>'}