Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγγραφία
συγγραφικός
συγγράφιον
συγγραφοδιαθήκη
σύγγραφος
συγγραφοφύλαξ
συγγράφω
συγγυμνάζω
συγγυμνασία
συγγυμναστής
συγγυμνόομαι
συγγυναικονόμος
συγγώνιον
σύγε
συγκαθαγίζω
συγκαθαιρέω
συγκαθαίρω
συγκαθαρεύω
συγκαθαρμόζω
συγκάθεδρος
συγκαθέζομαι
View word page
συγγυμνόομαι
συγγυμν-όομαι, Pass.,
A). to be laid bare also, -ωθέντος ὀστοῦ Gal. 18(1).119 .


ShortDef

to be laid bare also

Debugging

Headword:
συγγυμνόομαι
Headword (normalized):
συγγυμνόομαι
Headword (normalized/stripped):
συγγυμνοομαι
IDX:
97552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97553
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγγυμν-όομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be laid bare also</span>, <span class="quote greek">-ωθέντος ὀστοῦ</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).119 </span> .</div> </div><br><br>'}