συγγυμνάζω
συγγυμν-άζω,
A). train, ἐπὶ ταὐτὸ τὴν φάλαγγα καὶ τοὺς μισθοφόρους Ἕλληνας ; 5.65.3 ἑαυτὸν πρὸς βλασφημίας ; 6.90 πρὸς θέσιν τοὺς μαθητάς :— Med., 5.3 exercise oneself with or together, Smp. 217b , 217c , EN 1172a4 , Sto.Herc. 339.9 , etc.: in aor. Pass., συγγυμνάσθητι ἐμπείροις BGU 615.25 (ii A.D.) (but aor. Med. συνεγυμνάσατο Bibl. p.173 ).— Pass., to be organized, καταλήψεις -γεγυμνασμέναι . 1.21
2). Pass., τοῖς ἔργοις συγγεγυμνασμένος experienced, dub.l.in ; 19.217 συγγυμνασθῆναι ποικιλώτερον gain more varied experience, Vit.Hippocr. 4 .
II). Pass. aor. -εγυμνάσθην struggle, contend, πρός τινας PSI 1.93.6 (iii A.D.).