συγγραφικός
συγγρᾰφ-ικός, ή, όν,
A). given to writing, esp. prose works, ποιητικὸς ἢ ξ. Merc.Cond. 35 , cf. Or. 7.205b ; of or in prose composition, δεινότης Pisc. 23 ; ἀρετὴ καὶ κακία Hist.Conscr. 42 ; -ώτερον εἶδος more suited to prose, p.411 Adv., -κῶς ἐρεῖν speak like a book, i.e. with great precision, Phd. 102d ; opp. ὑπομνηματικῶς, . 18(1).529