Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγγνωρίζω
σύγγνωσις
συγγνωστέα
συγγνωστός
συγγογγύλλω
συγγομφόω
συγγονή
σύγγονος
σύγγραμμα
συγγραμματεύς
συγγραμματεύω
συγγραμμάτιον
συγγραμματοφύλαξ
συγγραπτέον
συγγραφεύς
συγγραφή
συγγραφία
συγγραφικός
συγγράφιον
συγγραφοδιαθήκη
σύγγραφος
View word page
συγγραμματεύω
συγ-γραμμᾰτεύω,
A). to be γραμματεύς along with another, IG 12.202.36 , 203.2 , POxy. 1427.2 (iii A.D.).


ShortDef

to be γραμματεύς along with another

Debugging

Headword:
συγγραμματεύω
Headword (normalized):
συγγραμματεύω
Headword (normalized/stripped):
συγγραμματευω
IDX:
97536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97537
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγ-γραμμᾰτεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be</span> <span class="quote greek">γραμματεύς</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">along with another,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 12.202.36 </span> , <span class="bibl"> 203.2 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1427.2 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}