Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συγγενεύς
συγγένημα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγενίς
συγγεννάω
συγγέννημα
συγγεννήτωρ
συγγενοκτόνος
συγγεοῦχος
συγγέρων
συγγεύομαι
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
συγγλοιόομαι
View word page
συγγεοῦχος
συγγεοῦχος
,
ὁ
,
A).
fellow
-
γεοῦχος
,
Arch.Pap.
1.209
(Ptolemaic).
ShortDef
fellow
Debugging
Headword:
συγγεοῦχος
Headword (normalized):
συγγεοῦχος
Headword (normalized/stripped):
συγγεουχος
IDX:
97508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97509
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγγεοῦχος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fellow</span>-<span class="foreign greek">γεοῦχος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Arch.Pap.</span> 1.209 </span> (Ptolemaic).</div> </div><br><br>'}