Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγγενέτειρα
συγγενεύς
συγγένημα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγενίς
συγγεννάω
συγγέννημα
συγγεννήτωρ
συγγενοκτόνος
συγγεοῦχος
συγγέρων
συγγεύομαι
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
συγγίγνομαι
συγγιγνώσκω
View word page
συγγενοκτόνος
συγγενοκτόνος, ον,(κτείνω)
A). slaying one's kindred, Tz H. 9.391 .


ShortDef

slaying one's kindred

Debugging

Headword:
συγγενοκτόνος
Headword (normalized):
συγγενοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
συγγενοκτονος
IDX:
97507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97508
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγγενοκτόνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">κτείνω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">slaying one\'s kindred</span>, Tz <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">H.</span> 9.391 </span>.</div> </div><br><br>'}