Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγγένεια
συγγένειος
συγγενέτειρα
συγγενεύς
συγγένημα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγενίς
συγγεννάω
συγγέννημα
συγγεννήτωρ
συγγενοκτόνος
συγγεοῦχος
συγγέρων
συγγεύομαι
συγγεωργέω
συγγέωργος
συγγηθέω
συγγηράσκω
σύγγηρος
View word page
συγγέννημα
συγγένν-ημα, ατος, τό,
A). birth-mark, Gloss. (fort. συγγένημα).


ShortDef

birth-mark

Debugging

Headword:
συγγέννημα
Headword (normalized):
συγγέννημα
Headword (normalized/stripped):
συγγεννημα
IDX:
97505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97506
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγγένν-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">birth-mark,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">συγγένημα</span>).</div> </div><br><br>'}