Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συγγαληνιάω
σύγγαμβροι
συγγαμέτης
συγγαμέω
σύγγαμος
συγγανύσκομαι
συγγείτνιος
συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγένειος
συγγενέτειρα
συγγενεύς
συγγένημα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
συγγενίς
συγγεννάω
συγγέννημα
συγγεννήτωρ
View word page
συγγένειος
συγγέν-ειος
,
ον
,
A).
akin, kindred
,
Ζεὺς ς
.
presiding over kindred
,
E.
Fr.
1000
.
ShortDef
akin, kindred
Debugging
Headword:
συγγένειος
Headword (normalized):
συγγένειος
Headword (normalized/stripped):
συγγενειος
IDX:
97496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97497
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγγέν-ειος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">akin, kindred</span>, <span class="foreign greek">Ζεὺς ς</span>. <span class="tr" style="font-weight: bold;">presiding over kindred</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 1000 </span>.</div> </div><br><br>'}