Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συβωτικός
συβώτρια
συγγάλακτος
συγγαλακτοτροφέω
συγγαληνιάω
σύγγαμβροι
συγγαμέτης
συγγαμέω
σύγγαμος
συγγανύσκομαι
συγγείτνιος
συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγένειος
συγγενέτειρα
συγγενεύς
συγγένημα
συγγενής
συγγένησις
συγγενικός
View word page
συγγείτνιος
συγγείτνιος, ον,
A). neighbouring, CPR 206.9 (ii A.D.).


ShortDef

neighbouring

Debugging

Headword:
συγγείτνιος
Headword (normalized):
συγγείτνιος
Headword (normalized/stripped):
συγγειτνιος
IDX:
97492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97493
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγγείτνιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">neighbouring</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CPR</span> 206.9 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}