Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συβώτης
συβωτικός
συβώτρια
συγγάλακτος
συγγαλακτοτροφέω
συγγαληνιάω
σύγγαμβροι
συγγαμέτης
συγγαμέω
σύγγαμος
συγγανύσκομαι
συγγείτνιος
συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγένειος
συγγενέτειρα
συγγενεύς
συγγένημα
συγγενής
συγγένησις
View word page
συγγανύσκομαι
συγγᾰνύσκομαι, Med.,=
A). συγχαίρω, τινι Them. Or. 4.57d .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγγανύσκομαι
Headword (normalized):
συγγανύσκομαι
Headword (normalized/stripped):
συγγανυσκομαι
IDX:
97491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97492
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγγᾰνύσκομαι</span>, Med.,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">συγχαίρω, τινι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg004:57d" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg004:57d/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Them.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 4.57d </a> .</div> </div><br><br>'}