Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συβριασμός
συβροί
συβωτέω
συβώτης
συβωτικός
συβώτρια
συγγάλακτος
συγγαλακτοτροφέω
συγγαληνιάω
σύγγαμβροι
συγγαμέτης
συγγαμέω
σύγγαμος
συγγανύσκομαι
συγγείτνιος
συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγένειος
συγγενέτειρα
συγγενεύς
View word page
συγγαμέτης
συγγᾰμέτης, ου, Dor. σῠ/βωτ-τας, ,
A). husband, IG 12(5).307 (Paros).


ShortDef

husband

Debugging

Headword:
συγγαμέτης
Headword (normalized):
συγγαμέτης
Headword (normalized/stripped):
συγγαμετης
IDX:
97488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97489
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγγᾰμέτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, Dor. <span class="orth greek">σῠ/βωτ-τας</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">husband,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 12(5).307 </span> (Paros).</div> </div><br><br>'}