Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συβριάζω
συβριακός
συβριασμός
συβροί
συβωτέω
συβώτης
συβωτικός
συβώτρια
συγγάλακτος
συγγαλακτοτροφέω
συγγαληνιάω
σύγγαμβροι
συγγαμέτης
συγγαμέω
σύγγαμος
συγγανύσκομαι
συγγείτνιος
συγγείτων
συγγελάω
συγγένεια
συγγένειος
View word page
συγγαληνιάω
συγγᾰληνιάω,
A). to be calm or smooth together with, Eust. 1233.64 .


ShortDef

to be calm

Debugging

Headword:
συγγαληνιάω
Headword (normalized):
συγγαληνιάω
Headword (normalized/stripped):
συγγαληνιαω
IDX:
97486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97487
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγγᾰληνιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be calm</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">smooth together with</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1233:64" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1233.64/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1233.64 </a>.</div> </div><br><br>'}