Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Σύβοτα
συβότης
συβριάζω
συβριακός
συβριασμός
συβροί
συβωτέω
συβώτης
συβωτικός
συβώτρια
συγγάλακτος
συγγαλακτοτροφέω
συγγαληνιάω
σύγγαμβροι
συγγαμέτης
συγγαμέω
σύγγαμος
συγγανύσκομαι
συγγείτνιος
συγγείτων
συγγελάω
View word page
συγγάλακτος
συγγάλακτος [γᾰ],,=
A). collactaneus, Gloss.


ShortDef

collactaneus

Debugging

Headword:
συγγάλακτος
Headword (normalized):
συγγάλακτος
Headword (normalized/stripped):
συγγαλακτος
IDX:
97484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97485
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγγάλακτος</span> [<span class="foreign greek">γᾰ],</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">collactaneus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}