Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Συβαριτικός
συβαρνίς
συβήνη
συβίνη
συβόσιον
Σύβοτα
συβότης
συβριάζω
συβριακός
συβριασμός
συβροί
συβωτέω
συβώτης
συβωτικός
συβώτρια
συγγάλακτος
συγγαλακτοτροφέω
συγγαληνιάω
σύγγαμβροι
συγγαμέτης
συγγαμέω
View word page
συβροί
συβροί· ἰσχνοί, λαγαροί, τάφροι (i.e. ταῦροι?), Hsch.: also σύβρα· ἐπὶ βοῶν, σημαίνει δὲ τὰ πρὸς ῥυπαρόν τι ἐχούσας, Id.: σύ[μ]βρος· κάπρος, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συβροί
Headword (normalized):
συβροί
Headword (normalized/stripped):
συβροι
IDX:
97479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97480
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συβροί·</span> <span class="foreign greek">ἰσχνοί, λαγαροί, τάφροι</span> (i.e. <span class="foreign greek">ταῦροι</span>?), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: also <span class="orth greek">σύβρα·</span> <span class="foreign greek">ἐπὶ βοῶν, σημαίνει δὲ τὰ πρὸς ῥυπαρόν τι ἐχούσας</span>, Id.: <span class="orth greek">σύ[μ]βρος·</span> <span class="foreign greek">κάπρος</span>, Id.</div><br><br>'}