Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συάκιν
συανία
σῦαξ
σύαρον
Συβάρειος
Συβαρίζω
συβαρίζω
Σύβαρις
Συβαρίτης
Συβαριτικός
συβαρνίς
συβήνη
συβίνη
συβόσιον
Σύβοτα
συβότης
συβριάζω
συβριακός
συβριασμός
συβροί
συβωτέω
View word page
συβαρνίς
συβαρνίς· περίκομμα, Hsch. σύβας,
A). v. σύβαξ . συβαύβαλος, , cf. συοβ-. σύββολον, v. σύμβολον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συβαρνίς
Headword (normalized):
συβαρνίς
Headword (normalized/stripped):
συβαρνις
IDX:
97470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97471
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συβαρνίς·</span> <span class="foreign greek">περίκομμα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">σύβας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σύβαξ</span> . <span class="orth greek">συβαύβαλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, cf. <span class="foreign greek">συοβ-</span>. <span class="orth greek">σύββολον</span>, v. <span class="ref greek">σύμβολον</span> .</div> </div><br><br>'}