Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σύαγρος
συαγρώδης
σύαγχος
σύαινα
συάκιν
συανία
σῦαξ
σύαρον
Συβάρειος
Συβαρίζω
συβαρίζω
Σύβαρις
Συβαρίτης
Συβαριτικός
συβαρνίς
συβήνη
συβίνη
συβόσιον
Σύβοτα
συβότης
συβριάζω
View word page
συβαρίζω
σῡβᾰρ-ίζω, σῡβᾰρ-ισμός,
A). v. συβριάζω, -ασμός .


ShortDef

to live like a Sybarite

Debugging

Headword:
συβαρίζω
Headword (normalized):
συβαρίζω
Headword (normalized/stripped):
συβαριζω
IDX:
97466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97467
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σῡβᾰρ-ίζω</span>, <span class="orth greek">σῡβᾰρ-ισμός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συβριάζω, -ασμός</span> .</div> </div><br><br>'}