Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στώμιξ
στωμοδόκον
στωμυλεύομαι
στωμυλήθρα
στωμύληθρος
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στώμυλμα
στωμύλος
στωνευμέναν
σύ
συάγρειος
συαγρεσία
συαγρευτής
συαγριόμορφος
συάγριος
συαγρίς
σύαγρος
συαγρώδης
σύαγχος
View word page
στωνευμέναν
στωνευμέναν· διαστρέφουσαν συντόνως, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στωνευμέναν
Headword (normalized):
στωνευμέναν
Headword (normalized/stripped):
στωνευμεναν
IDX:
97448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97449
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στωνευμέναν·</span> <span class="foreign greek">διαστρέφουσαν συντόνως</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}