Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στυφώδης
στυφωνία
στῦψις
στύω
στῳά
Στώαξ
στωΐδιον
στωϊκεύομαι
στωϊκός
στώμιξ
στωμοδόκον
στωμυλεύομαι
στωμυλήθρα
στωμύληθρος
στωμυλία
στωμυλιοσυλλεκτάδης
στωμύλλω
στώμυλμα
στωμύλος
στωνευμέναν
σύ
View word page
στωμοδόκον
στωμοδόκον· στωμύλον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στωμοδόκον
Headword (normalized):
στωμοδόκον
Headword (normalized/stripped):
στωμοδοκον
IDX:
97439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97440
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στωμοδόκον·</span> <span class="foreign greek">στωμύλον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}