Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στυφόεις
στυφοκόπος
στύφος
στυφός
στυφότης
στύφω
στυφώδης
στυφωνία
στῦψις
στύω
στῳά
Στώαξ
στωΐδιον
στωϊκεύομαι
στωϊκός
στώμιξ
στωμοδόκον
στωμυλεύομαι
στωμυλήθρα
στωμύληθρος
στωμυλία
View word page
στῳά
στῳά,
A). v. στοά .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στῳά
Headword (normalized):
στῳά
Headword (normalized/stripped):
στωα
IDX:
97433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97434
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στῳά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στοά</span> .</div> </div><br><br>'}