Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στυφελώδης
στυφλάριος
στύφλος
στυφόεις
στυφοκόπος
στύφος
στυφός
στυφότης
στύφω
στυφώδης
στυφωνία
στῦψις
στύω
στῳά
Στώαξ
στωΐδιον
στωϊκεύομαι
στωϊκός
στώμιξ
στωμοδόκον
στωμυλεύομαι
View word page
στυφωνία
στυφωνία, ,= στοιχάς, Ps.- Dsc. 3.26 ; but τυφωνία is prob., v. Apul. Herb. 42 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στυφωνία
Headword (normalized):
στυφωνία
Headword (normalized/stripped):
στυφωνια
IDX:
97430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97431
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στυφωνία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">στοιχάς</span>, Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.26 </span>; but <span class="foreign greek">τυφωνία</span> is prob., v. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apul.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Herb.</span> 42 </span>.</div><br><br>'}