Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στυτικός
στυφαλμεῖν
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφελώδης
στυφλάριος
στύφλος
στυφόεις
στυφοκόπος
στύφος
στυφός
στυφότης
στύφω
στυφώδης
στυφωνία
στῦψις
στύω
στῳά
Στώαξ
στωΐδιον
View word page
στύφος
στύφος· κέρδος, Hsch.


ShortDef

gain

Debugging

Headword:
στύφος
Headword (normalized):
στύφος
Headword (normalized/stripped):
στυφος
IDX:
97425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97426
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στύφος·</span> <span class="foreign greek">κέρδος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}