στῠφοκόπος,
ὁ,=
ὀρτυγοκόπος, player of the game described by
Phot.,
Suid. s.h.v.,
Ar. Av. 1299 (
στυφοκόμπου codd. and Sch., but cf.
Poll. 7.136 ,
9.107 : Dionysius ap. Sch.
Ar. read (or conjectured)
ὀρτυγοκόμπου:
στυφοκόμπος A). = ὁ μάχιμος ἀλεκτρυών acc. to Hsch.).