Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στύραξ1
στύραξ2
στυρβάζω
στυριόω
στυτικός
στυφαλμεῖν
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφελώδης
στυφλάριος
στύφλος
στυφόεις
στυφοκόπος
στύφος
στυφός
στυφότης
στύφω
στυφώδης
στυφωνία
στῦψις
View word page
στυφλάριος
στυφλάριος
,
α
,
ον
,
A).
rough, rocky,
IG
7.2808.8
(Hyettus, iii A.D.): but perh. a pr.n.
ShortDef
rough, rocky
Debugging
Headword:
στυφλάριος
Headword (normalized):
στυφλάριος
Headword (normalized/stripped):
στυφλαριος
IDX:
97421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97422
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στυφλάριος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rough, rocky,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 7.2808.8 </span> (Hyettus, iii A.D.): but perh. a pr.n.</div> </div><br><br>'}