Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στυράκιον
στύραξ1
στύραξ2
στυρβάζω
στυριόω
στυτικός
στυφαλμεῖν
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφελώδης
στυφλάριος
στύφλος
στυφόεις
στυφοκόπος
στύφος
στυφός
στυφότης
στύφω
στυφώδης
στυφωνία
View word page
στυφελώδης
στῠφελ-ώδης, ες,= στυφελός, Q.S. 12.449 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στυφελώδης
Headword (normalized):
στυφελώδης
Headword (normalized/stripped):
στυφελωδης
IDX:
97420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97421
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στῠφελ-ώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>,= <span class="foreign greek">στυφελός</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2046.tlg001.perseus-grc1:12:449" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2046.tlg001.perseus-grc1:12.449/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Q.S.</span> 12.449 </a>.</div><br><br>'}