Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυρακᾶτον
στυρακίζω
στυράκινος
στυράκιον
στύραξ1
στύραξ2
στυρβάζω
στυριόω
στυτικός
στυφαλμεῖν
στυφελιγμός
στυφελίζω
στυφελός
στυφελώδης
στυφλάριος
στύφλος
στυφόεις
View word page
στυρβάζω
στυρβάζω,= τυρβάζω, AB 303 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στυρβάζω
Headword (normalized):
στυρβάζω
Headword (normalized/stripped):
στυρβαζω
IDX:
97413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97414
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στυρβάζω</span>,= <span class="foreign greek">τυρβάζω</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 303 </span>.</div><br><br>'}