Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στύπος
στύππαξ
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυλποιός
στυλπώλης
στυππειουργός
στύππη
στυπτηρία
στυπτηριακὸν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυρακᾶτον
στυρακίζω
στυράκινος
στυράκιον
στύραξ1
στύραξ2
στυρβάζω
View word page
στυπτηρίζουσα
στυπτηρ-ίζουσα,=
A). aqua qua alumen lavatur, ib.


ShortDef

aqua qua alumen lavatur

Debugging

Headword:
στυπτηρίζουσα
Headword (normalized):
στυπτηρίζουσα
Headword (normalized/stripped):
στυπτηριζουσα
IDX:
97403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97404
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στυπτηρ-ίζουσα</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">aqua qua alumen lavatur</span>, ib.</div> </div><br><br>'}