Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στύπος
στύπος
στύππαξ
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυλποιός
στυλπώλης
στυππειουργός
στύππη
στυπτηρία
στυπτηριακὸν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυρακᾶτον
στυρακίζω
στυράκινος
στυράκιον
στύραξ1
στύραξ2
View word page
στυπτηριακὸν
στυπτηρ-ιᾰκὸν δέρμα,=
A). aluta, Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στυπτηριακὸν
Headword (normalized):
στυπτηριακὸν
Headword (normalized/stripped):
στυπτηριακον
IDX:
97402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97403
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στυπτηρ-ιᾰκὸν</span> <span class="foreign greek">δέρμα</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">aluta,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}