Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Στύξ
στυπάζει
στύπος
στύπος
στύππαξ
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυλποιός
στυλπώλης
στυππειουργός
στύππη
στυπτηρία
στυπτηριακὸν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυρακᾶτον
στυρακίζω
στυράκινος
στυράκιον
View word page
στύππη
στύππη, ,= στυππεῖον, J.ap.Suid. s.v.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στύππη
Headword (normalized):
στύππη
Headword (normalized/stripped):
στυππη
IDX:
97400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97401
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στύππη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">στυππεῖον</span>, J.ap.Suid. s.v. </div><br><br>'}