Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Στύμφαλος
Στύξ
στυπάζει
στύπος
στύπος
στύππαξ
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυλποιός
στυλπώλης
στυππειουργός
στύππη
στυπτηρία
στυπτηριακὸν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυρακᾶτον
στυρακίζω
στυράκινος
View word page
στυππειουργός
στυππειουργός, , written στυππεουργός,
A). tow-worker, PCair.Zen. 489.12 (iii B.C.); also written στιππυουργός, στιπεουργός, στιππουργός, στιπουργός (qq.v.).


ShortDef

tow-worker

Debugging

Headword:
στυππειουργός
Headword (normalized):
στυππειουργός
Headword (normalized/stripped):
στυππειουργος
IDX:
97399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97400
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στυππειουργός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, written <span class="orth greek">στυππεουργός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tow-worker,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PCair.Zen.</span> 489.12 </span> (iii B.C.); also written <span class="foreign greek">στιππυουργός, στιπεουργός, στιππουργός, στιπουργός</span> (qq.v.).</div> </div><br><br>'}