Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στῦμμα
στυμνός
Στύμφαλος
Στύξ
στυπάζει
στύπος
στύπος
στύππαξ
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυλποιός
στυλπώλης
στυππειουργός
στύππη
στυπτηρία
στυπτηριακὸν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
στυπτηριώδης
στυπτικός
στυρακᾶτον
View word page
στυλποιός
στῡλ-ποιός
,
ὁ
,
A).
towmaker,
EM
339.56
(
στυππιο-
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στυλποιός
Headword (normalized):
στυλποιός
Headword (normalized/stripped):
στυλποιος
IDX:
97397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97398
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στῡλ-ποιός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">towmaker,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 339.56 </span> (<span class="etym greek">στυππιο-</span>).</div> </div><br><br>'}