στυππέϊνος
στυππέϊνος, η, ον,
A). of tow, (iii B.C.), condemned by 103.2 ; also 233 στυππύϊνος, PMich.Zen. 120.3 (iii B.C.); and στιππόϊνος, στιππύϊνος, στιπύϊνος (qq. v.); στύππινος, IG 22.1414.26 , 1527.34 , PCair.Zen. 755.6 (iii B.C.), Bel. 102.15 , , cf. 1.35 11 .
II). metaph., like tow, feeble, γέρων στύππινος Com.Adesp. 855 .