Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στύμα1
στῦμα2
στύμεον
στῦμμα
στυμνός
Στύμφαλος
Στύξ
στυπάζει
στύπος
στύπος
στύππαξ
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυλποιός
στυλπώλης
στυππειουργός
στύππη
στυπτηρία
στυπτηριακὸν
στυπτηρίζουσα
στυπτήριος
View word page
στύππαξ
στύππαξ, ,= στυππειοπώλης, nickname of Eucrates, Ar. Fr. 696 (vv.ll. στύπαξ, στύγαξ).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στύππαξ
Headword (normalized):
στύππαξ
Headword (normalized/stripped):
στυππαξ
IDX:
97394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97395
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στύππαξ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <span class="foreign greek">στυππειοπώλης</span>, nickname of Eucrates, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg012:696" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg012:696/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 696 </a> (vv.ll. <span class="foreign greek">στύπαξ, στύγαξ</span>).</div><br><br>'}