Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στυλωτός
στύμα1
στῦμα2
στύμεον
στῦμμα
στυμνός
Στύμφαλος
Στύξ
στυπάζει
στύπος
στύπος
στύππαξ
στυππέϊνος
στυππεῖον
στυλποιός
στυλπώλης
στυππειουργός
στύππη
στυπτηρία
στυπτηριακὸν
στυπτηρίζουσα
View word page
στύπος
στύπος,=
A). στύππη, κάλοι ἀπὸ στύπου Gal. 19.126 .


ShortDef

stem, stump, block
coarse fiber

Debugging

Headword:
στύπος
Headword (normalized):
στύπος
Headword (normalized/stripped):
στυπος
IDX:
97393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97394
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στύπος</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">στύππη, κάλοι ἀπὸ στύπου</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.126 </span> .</div> </div><br><br>'}