Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στυλογλύφος
στυλοειδής
στυλοπινάκιον
στῦλος
στυλόω
στύλωμα
στύλωσις
στυλωτός
στύμα1
στῦμα2
στύμεον
στῦμμα
στυμνός
Στύμφαλος
Στύξ
στυπάζει
στύπος
στύπος
στύππαξ
στυππέϊνος
στυππεῖον
View word page
στύμεον
στύμεον, τό, dub. sens. in Schwyzer 664.21 (Orchom. Arc., iv B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στύμεον
Headword (normalized):
στύμεον
Headword (normalized/stripped):
στυμεον
IDX:
97386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97387
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στύμεον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Schwyzer</span> 664.21 </span> (Orchom.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arc.</span></span>, iv B.C.).</div><br><br>'}