Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στυλίς
στυλίσκος
στυλίτης
στυλοβάτης
στυλογλύφος
στυλοειδής
στυλοπινάκιον
στῦλος
στυλόω
στύλωμα
στύλωσις
στυλωτός
στύμα1
στῦμα2
στύμεον
στῦμμα
στυμνός
Στύμφαλος
Στύξ
στυπάζει
στύπος
View word page
στύλωσις
στῡ/λ-ωσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
colonnade,
PTeb.
781.15
(ii B.C.).
ShortDef
colonnade
Debugging
Headword:
στύλωσις
Headword (normalized):
στύλωσις
Headword (normalized/stripped):
στυλωσις
IDX:
97382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97383
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στῡ/λ-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">colonnade,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PTeb.</span> 781.15 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}